ἕκτορες

ἕκτορες
ἕκτωρ
holding fast
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἕκτορες — Ἕκτωρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκτωρ — ἕκτωρ, ο, η (Α) 1. αυτός που κρατεί, συγκρατεί ή στηρίζει γερά (και επίθ. τού Διός) (για άγκυρες) «ἕκτορες πλημμυρίδος» (Λυκόφρ.) συγκρατητές, εμποδιστές τών κυμάτων 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕκτωρ α) είδος άγκυρας β) κεκρύφαλος* γ) στον πληθ. (κατά… …   Dictionary of Greek

  • αμφίστομος — η, ο (Α ἀμφίστομος, ον) αυτός που έχει δύο στόμια μσν. (για μαχαίρι ή σπαθί) δίστομος, δίκοπος αρχ. 1. (ως στρατ. όρος) λέγεται για παράταξη στρατιωτών με μέτωπο εμπρός και πίσω 2. (ειδ. χρ.) «ἕκτορες ἀμφίστομοι», άγκυρες με δύο όνυχες «θυρίδες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”